Βιοψυχολογικοί παράγοντες που επηρεάζουν την ερωτική συμπεριφορά:

Published on 31 October 2025 at 11:26

Ανάλυση, παραδείγματα και κλινικές εφαρμογές

Η ερωτική συμπεριφορά περιλαμβάνει την επιθυμία, τη σεξουαλική διέγερση, την επιλογή συντρόφου και τη διαδικασία δέσμευσης. Παρά την ψυχολογική διάσταση, οι βιοψυχολογικοί μηχανισμοί καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό πώς και πότε εκδηλώνεται η σεξουαλική συμπεριφορά. Η βιοψυχολογία της σεξουαλικότητας συνδέει νευροανατομία, νευροχημεία, ορμόνες και γενετική με το περιβάλλον και τις εμπειρίες του ατόμου (Calabrò et al., 2020; Carter, 2014).

Στόχος αυτού του άρθρου είναι η αναλυτική παρουσίαση αυτών των μηχανισμών, με παραδείγματα, clinical case studies και αναφορές σε ψυχοκοινωνικούς παράγοντες που επηρεάζουν την ερωτική συμπεριφορά.

Νευροανατομία και κυκλώματα

Υποθάλαμος

Ο υποθάλαμος, και συγκεκριμένα ο προ-οπτικός πυρήνας (MPOA), εμπλέκεται στην εκκίνηση σεξουαλικών αντανακλαστικών. Στο επίπεδο του εγκεφάλου, οι αλλαγές στη δραστηριότητα του MPOA συνδέονται με αυξημένη ή μειωμένη σεξουαλική επιθυμία (Calabrò et al., 2020). Ένας άνδρας 35 ετών με τραυματισμό υποθαλάμου παρουσίαζε σημαντική μείωση λίμπιντο και αδυναμία εκτέλεσης φυσιολογικών σεξουαλικών αντανακλαστικών. Η θεραπεία με ενδορινική τεστοστερόνη βελτίωσε μερικώς τη σεξουαλική λειτουργία, υποδεικνύοντας τον κρίσιμο ρόλο του MPOA στην ενεργοποίηση της σεξουαλικής συμπεριφοράς.

Μεσοταιχμιακό σύστημα ανταμοιβής

Το κύκλωμα VTA → nucleus accumbens είναι κεντρικό για την ερωτική επιθυμία και το κίνητρο. Η δόπαμίνη ενισχύει την εστίαση σε σεξουαλικά ερεθίσματα και την αναζήτηση ανταμοιβής (Oei et al., 2012). Σε μελέτες με MRI, η έκθεση σε ερωτικά οπτικά ερεθίσματα αυξάνει τη δραστηριότητα του nucleus accumbens, ενώ η χορήγηση dopamine antagonists μειώνει την ανταμοιβή και την επιθυμία.

Προμετωπιαίος λοβός

Ο PFC συμμετέχει στην αναστολή παρορμητικών συμπεριφορών. Σε άτομα με βλάβες ή δυσλειτουργία του PFC, η υπερσεξουαλικότητα ή η ακατάλληλη σεξουαλική συμπεριφορά είναι συχνή (Carter, 2014). Γυναίκα 42 ετών με τραυματισμό PFC ανέφερε αυξημένη παρορμητική συμπεριφορά και δυσκολία στον έλεγχο σεξουαλικών παρορμήσεων, χωρίς αλλαγή στη φυσική επιθυμία.

Νευροδιαβιβαστές και ορμόνες

Δόπαμίνη

Η δόπαμίνη ρυθμίζει την επιθυμία και την αναζήτηση ανταμοιβής. Απορρύθμιση μπορεί να προκαλέσει υπερσεξουαλικότητα ή μείωση ενδιαφέροντος (Oei et al., 2012).

Σεροτονίνη

Η σεροτονίνη μειώνει τη σεξουαλική διέγερση. Οι SSRIs συχνά προκαλούν μειωμένη λίμπιντο, δυσκολία οργασμού και καθυστερημένη εκσπερμάτιση (Jing et al., 2017).

Τεστοστερόνη

Η τεστοστερόνη επηρεάζει τη λίμπιντο σε άνδρες και γυναίκες. Υπογοναδισμός συσχετίζεται με μειωμένη σεξουαλική επιθυμία, ενώ η θεραπεία μπορεί να αποκαταστήσει τη λειτουργία.

Ωκυτοκίνη & βαζοπρεσίνη

Συνδέονται με κοινωνική δέσμευση και pair-bonding. Οι αλλαγές στα επίπεδα ωκυτοκίνης μπορούν να επηρεάσουν την εμπιστοσύνη και τη σταθερότητα σχέσεων.Ζευγάρι που συμμετείχε σε πειραματική χορήγηση ωκυτοκίνης παρουσίασε αυξημένη αμοιβαία εμπιστοσύνη και βελτιωμένη συναισθηματική επικοινωνία.

Γενετικοί και επιγενετικοί παράγοντες

Η γενετική επιρροή αφορά υποδοχείς νευροδιαβιβαστών και ευαισθησία σε ορμονικές μεταβολές. Επιγενετικές αλλαγές κατά την εμβρυϊκή ζωή και την εφηβεία μπορούν να επηρεάσουν τη σεξουαλική λειτουργία (Kundakovic & Champagne, 2015).Μελέτες δείχνουν ότι μεταβολές στο promoter του υποδοχέα σεροτονίνης σχετίζονται με διαφοροποιημένη ανταπόκριση σε σεξουαλικά ερεθίσματα και επιθυμία.

Φαρμακολογία και ιατρικοί παράγοντες

SSRIs, αντιψυχωσικά, dopamine agonists και ορμονικές διαταραχές επηρεάζουν άμεσα την ερωτική συμπεριφορά. Άνδρας 28 ετών με κατάθλιψη σε θεραπεία με SSRI ανέφερε πλήρη απώλεια σεξουαλικής επιθυμίας και δυσκολία οργασμού. Η αλλαγή αγωγής σε bupropion (δόπαμινεργικό αντικαταθλιπτικό) οδήγησε σε επαναφορά της λειτουργίας.

Ψυχοκοινωνικοί παράγοντες

Η προσκόλληση, τα τραύματα παιδικής ηλικίας, η πολιτισμική επιρροή και τα κοινωνικά στερεότυπα επηρεάζουν τη βιολογική λειτουργία. Το άγχος και η κατάθλιψη μπορούν να μειώσουν τα επίπεδα ωκυτοκίνης και κορτιζόλης, επηρεάζοντας τη σεξουαλική συμπεριφορά.

Κλινικές και εγκληματολογικές εφαρμογές

Η κατανόηση αυτών των μηχανισμών επιτρέπει:

  • Θεραπεία σεξουαλικών δυσλειτουργιών

  • Εκτίμηση υπερσεξουαλικότητας ή παρορμητικών σεξουαλικών συμπεριφορών

  • Πρόληψη παραβατικών συμπεριφορών με βιοψυχολογικό υπόβαθρο

 Ασθενής με ιστορικό παρορμητικής σεξουαλικής συμπεριφοράς υποβλήθηκε σε φαρμακευτική ρύθμιση (dopamine modulator) και ψυχοθεραπεία, με αποτέλεσμα σημαντική μείωση των παρορμήσεων και βελτίωση της κοινωνικής λειτουργικότητας.

Συμπεράσματα

Η ερωτική συμπεριφορά είναι πολυπαραγοντική, αποτέλεσμα σύνθετης αλληλεπίδρασης βιολογικών, ορμονικών, γενετικών και ψυχοκοινωνικών παραγόντων. Τα παραδείγματα και case studies δείχνουν ότι η διεπιστημονική προσέγγιση είναι απαραίτητη για κλινική και εγκληματολογική αξιολόγηση.

Βιβλιογραφία 

  • Calabrò, R. S., Bramanti, P., & Bramanti, A. (2020). Neuroanatomy and function of human sexual behavior: A review. Neuroscience Letters, 736, 135243.

  • Carter, C. S. (2014). Oxytocin and love: Myths, metaphors and mysteries. Hormones and Behavior, 61(3), 392–399.

  • Oei, N. Y. L., Everaerd, W., Elzinga, B. M., van Well, S., & Bermond, B. (2012). Dopamine modulates reward system activity during sexual stimuli processing. Neuropsychologia, 50(10), 2345–2351.

  • Jing, E., et al. (2017). Sexual dysfunction and SSRIs: Clinical review. Journal of Sexual Medicine, 14(7), 915–929.

  • Kundakovic, M., & Champagne, F. A. (2015). Epigenetic mechanisms of sex differences in the brain. Progress in Brain Research, 201, 65–82.


Add comment

Comments

There are no comments yet.