Σύνδρομο De Clérambault

 

Η ερωτομαvία ή Σύνδρομο De Clérambault, είναι μια σπάνια ψυχιατρική οντότητα κατά την οποία ο/η ασθενής διατηρεί μόνιμη, αδιάσειστη ψευδή πεποίθηση ότι ένα άλλο πρόσωπο , συχνά υψηλής κοινωνικής θέσης ή μη προσιτό είναι ερωτευμένο μαζί του/της, παρά την έλλειψη αντικειμενικών αποδεικτικών στοιχείων. Η κλινική περιγραφή και ο όρος προέρχονται από τις πρώιμες περιγραφές του Gaëtan de Clérambault στις αρχές του 20ού αιώνα και έκτοτε υπήρξαν διάφορες αλλοιώσεις της έννοιας, που την εντάσσουν κυρίως ως υποτύπο της «ιδεοληπτικής/παραληρητικής διαταραχής» (delusional disorder, erotomanic type).

ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ

Η κλινική εικόνα της ερωτομαvίας χαρακτηρίζεται από τον σταθερό παραληρητικό πυρήνα ότι «το συγκεκριμένο ατομο είναι ερωτευμένος/η μαζί μου», ανεξάρτητα από την απουσία αντικειμενικών στοιχείων που να επιβεβαιώνουν αυτή την πεποίθηση. Το άτομο συχνά ερμηνεύει ουδέτερα γεγονότα ως «σήματα αγάπης» (delusions of reference), παρουσιάζει εμμονική σκέψη και έντονες φαντασιώσεις με συναισθηματική επένδυση, ενώ ασχολείται συστηματικά σε επαναλαμβανόμενες προσπάθειες επικοινωνίας ή επαφής, όπως αποστολή γραμμάτων, δώρων, τηλεφωνημάτων, μηνυμάτων ή διαδικτυακής παρενόχλησης. Παρά την αντίρρηση ή ακόμη και την απόρριψη από το αντικείμενο της φαντασιακής αγάπης, ο/η πάσχων αρνείται την αμφιβολία και παραμένει επίμονος/η στην παραληρητική ιδέα. Διακρίνονται δύο κλινικά σχήματα: η πρωτογενής ερωτομαvία, η οποία θεωρείται αυτόνομη παραληρητική διαταραχή με αιφνίδια έναρξη και μεγαλύτερη σταθερότητα, και η δευτερογενής ερωτομαvία, που εκδηλώνεται ως σύμπτωμα άλλων ψυχικών παθήσεων, όπως η σχιζοφρένεια, η διπολική διαταραχή ή οργανικά/νευρολογικά νοσήματα, και συνήθως συνοδεύεται από πρόσθετες παραληρητικές ιδέες ή ψευδαισθήσεις. Η ερωτομαvία είναι σχετικά σπάνια στη γενική κοινότητα. Ιστορικά αταγράφηκε συχνότερα σε γυναίκες, αλλά η συχνότητα βίαιων ή επικίνδυνων συμπεριφορών εμφανίζεται υψηλότερη μεταξύ των ανδρών με την ίδια διάγνωση. Συχνά εμφανίζεται σε μεσήλικες αλλά έχει αναφερθεί και σε άλλες ηλικιακές ομάδες. Η ακριβής επίπτωση δεν είναι καλά καθορισμένη λόγω αναφορών μεμονωμένων περιπτώσεων και σειρών ασθενών. 

Το φαινόμενο αυτό φαίνεται να στηρίζεται σε ένα πολυπαραγοντικό ψυχοπαθολογικό υπόβαθρο που συνδυάζει ψυχοδυναμικά, , βιολογικά , γνωστικά και κοινωνικο-πολιτισμικά κριτήρια . Από ψυχοδυναμική σκοπιά, ερμηνεύεται ως ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή σε ένα «ιδανικό αντικείμενο», το οποίο συχνά εξιδανικεύεται και αντανακλά μια άκαμπτη εσωτερική ανάγκη για παρηγοριά και επιβεβαίωση. Βιολογικοί και νευρολογικοί παράγοντες, όπως ορισμένα οργανικά επεισόδια ή νευρολογικές δυσλειτουργίες, έχουν αναφερθεί ως αιτιολογικά, αν και δεν αποτελούν τον κανόνα. Σε γνωστικό επίπεδο, οι ασθενείς εμφανίζουν ιδιαιτερότητες στην επεξεργασία κοινωνικών σημάτων, οδηγούμενοι σε υπερβολική ανάλυση τυχαίων γεγονότων που εκλαμβάνονται ως «ενδείξεις» ερωτικού ενδιαφέροντος. Παράλληλα, οι κοινωνικο-πολιτισμικοί παράγοντες, όπως η φήμη και η κοινωνική θέση του «αντικειμένου αγάπης», αλλά και η εκτεταμένη χρήση διαδικτυακών μέσων και social media, μπορούν να ενισχύσουν και να παγιώσουν τις ψευδείς πεποιθήσεις, καθιστώντας τις ακόμη πιο ανθεκτικές στην αμφισβήτηση.

Η διάγνωση βασίζεται σε εξονυχιστική ψυχιατρική αξιολόγηση, με απαραίτητο τον αποκλεισμό οργανικών ή φαρμακευτικών αιτιών που θα μπορούσαν να περιγράψουν την κλινική εικόνα, ενώ κεντρικό ρόλο έχει η διαφοροδιαγνωση.. Η διαφοροποίηση γίνεται κυρίως από τα σχιζοφρενικά σύνδρομα, ιδιαίτερα όταν συνυπάρχουν εκτεταμένες ψευδαισθήσεις ή διάχυτα ψυχωτικά συμπτώματα, από τις μονομανιακές παραληρητικές διαταραχές άλλου τύπου, καθώς και από την παθολογική σταθερή εμμονή που συνδέεται με συνδετικά  ή αποφευκτικά χαρακτηριστικά προσωπικότητας. Στη σύγχρονη ταξινόμηση, η ερωτομαvία περιγράφεται ως υποτύπος της «delusional disorder» σύμφωνα με το DSM-5 και DSM-5-TR, ενώ στην ICD-11 αναγνωρίζεται με συγκεκριμένο κωδικό, γεγονός που συμβάλλει στην ερευνητική συνέπεια και στην ομογενοποίηση των κλινικών προσεγγίσεων.

Η θεραπευτική προσέγγιση της ερωτομαvίας βασίζεται σε συνδυασμό φαρμακευτικής και ψυχοθεραπευτικής διαχείρισης, με στόχο τόσο την ανακούφιση των συμπτωμάτων όσο και τη μείωση του κινδύνου επικίνδυνων συμπεριφορών. Η χορήγηση αντιψυχωσικών φαρμάκων, τυπικών ή άτυπων, έχει δείξει σε κλινικές αναφορές μια μερική ανταπόκριση, ωστόσο οι παραληρητικές ιδέες συχνά παραμένουν επίμονες και ανθεκτικές στη θεραπεία. Η ψυχοθεραπεία, κυρίως γνωσιακού-συμπεριφορικού τύπου (CBT), εστιάζει στην επανεξέταση των διαστρεβλωμένων ερμηνειών, στην ενίσχυση της κριτικής ικανότητας και στη διαχείριση επικίνδυνων ή παρενοχλητικών συμπεριφορών, όπως το stalking. Παράλληλα, απαιτείται επαγρύπνηση για τη λήψη δεοντολογικών και μέτρων ασφαλείας, όπως περιορισμός πρόσβασης ή δικαστικά ασφαλιστικά μέτρα, όταν υπάρχει ενδεχόμενο απειλητικής συμπεριφοράς. Τέλος, σε σπάνιες και ανθεκτικές περιπτώσεις έχει αναφερθεί η εφαρμογή ηλεκτροσπασμοθεραπείας (ECT), με ποικίλα αποτελέσματα, ως συμπληρωματική θεραπευτική επιλογή.

ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

Ο παραληρητικός έρωτας πέρα από το ψυχοπαθολογικό ενδιαφέρον που παρουσιάζει, έχει σημαντικές εγκληματολογικές προεκτάσεις.  Μπορείς να οδηγήσει σε παρενόχληση, stalking, κλιμάκωση σε βία, ακόμη και ανθρωποκτονία, καθιστώντας το σύνδρομο κρίσιμο για την πρόληψη και τη διαχείριση κινδύνου.

Η ερωτική εξάρτηση συχνά εμφανίζεται με επίμονες και ανεπιθύμητες μορφές επαφής, που ερμηνεύονται από τον πάσχοντα ως «εκδηλώσεις έρωτα»:

·       Επαναλαμβανόμενα τηλεφωνήματα, μηνύματα, e-mails

·       Αποστολή δώρων ή γραμμάτων

·       Παρακολούθηση φυσική ή διαδικτυακή

·       Απρόσκλητες επισκέψεις στον χώρο κατοικίας ή εργασίας

Η ψηφιακή εποχή έχει αυξήσει το φαινόμενο: τα social media επιτρέπουν στους ερωτομανείς να συλλέγουν πληροφορίες, να δημιουργούν ψευδείς αφηγήσεις και να συντηρούν το παραλήρημα μέσω «ψηφιακής οικειότητας». Η γραμμή ανάμεσα στο «ρομαντικό ενδιαφέρον» και την κακοποιητική εμμονή συχνά θολώνει, όμως για τα θύματα η εμπειρία είναι τρομακτική, διαβρωτική και απειλητική. Εγκληματολογικά, το stalking που συνδέεται με ερωτομανία ταξινομείται στην κατηγορία του παραληρητικού stalker, όπου η πεποίθηση ότι υπάρχει ερωτική σχέση με το θύμα οδηγεί σε συμπεριφορές «καταδίωξης» (Mullen et al., 2000).

Επίσης δεν περιορίζεται μόνο  σε παρενόχληση αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις, η κλιμάκωση σε βία είναι εμφανής. Αυτό συμβαίνει κυρίως σε συνθήκες:

·       Απόρριψης: Όταν δηλαδή το «αντικείμενο» του έρωτα αγνοεί ή απορρίπτει τον ερωτομανή.

·       Συγκρατημένης στάσης: Η έλλειψη ανταπόκρισης ερμηνεύεται ως «κρυφή αγάπη» που χρειάζεται επιβεβαίωση.

·       Παρουσίας τρίτου προσώπου: Η «τριγωνοποίηση» (triangulation) αφορά την ύπαρξη αντιζήλου, π.χ. πραγματικού συντρόφου του θύματος, που βιώνεται ως εμπόδιο και απειλή.

Σε τέτοιες συνθήκες, παρατηρούνται μοτίβα ζήλιας, φαντασιακής αντιπαλότητας και εκδίκησης, τα οποία μπορεί να καταλήξουν σε επιθέσεις κατά του θύματος ή του τρίτου προσώπου. Στη διεθνή βιβλιογραφία καταγράφονται περιπτώσεις ανθρωποκτονιών που είχαν ως αφετηρία παραληρητικές πεποιθήσεις έρωτα (Meloy, 1999).

Επιπλέον έρευνες έχουν δείξει διαφορές ανάμεσα στα φύλα. Σύμφωνα με στατιστικά δεδομένα οι γυναίκες παρουσιάζουν συχνότερα ερωτικά  επεισόδια, με επίμονη αλλά χωρίς βιαιη παρενόχληση. Συχνά στοχεύουν σε άνδρες με υψηλό κοινωνικό κύρος (γιατρούς, καθηγητές, δημόσια πρόσωπα).  Αντίθετα αν και λιγότερο συχνό , οι άνδρες με ερωτομανία έχουν υψηλότερο κίνδυνο βίαιης κλιμάκωσης. Επεισόδια σωματικής βίας, απειλών και ανθρωποκτονιών αποδίδονται συχνότερα σε άνδρες που παρουσιάζουν αυτό το σύνδρομο. Εγκληματολογικά, αυτό σημαίνει ότι το risk assessment πρέπει να διαφοροποιείται: η γυναικεία ερωτομανία παραμένει κατά βάση παρενοχλητική, ενώ η ανδρική μπορεί να γίνει θανατηφόρα.

Επιπρόσθετα τα  θύματα ερωτομανικού stalking αντιμετωπίζουν:

·       Απώλεια ιδιωτικότητας και ασφάλειας

·       Ψυχολογικό τραύμα (άγχος, PTSD, φόβος καθημερινότητας)

·       Περιορισμό δραστηριοτήτων (αλλαγές σπιτιού, εργασίας, κοινωνικών συνηθειών)

·       Αναγκαιότητα νομικών μέτρων (ασφαλιστικά μέτρα, περιοριστικά διατάγματα)

Σε πολλές δικαιοδοσίες, η ερωτομανική παρενόχληση καλύπτεται πλέον από νομοθεσίες περί stalking και cyberstalking, γεγονός που φανερώνει  τη σοβαρότητα της απειλής.

Παρατηρούμε πως μέσα από αυτό το σύνδρομο υπάρχουν κάποια ιδιαίτερα μοτίβα. Από τις μελέτες περιπτώσεων και την ψυχιατροδικαστική βιβλιογραφία (Meloy, 1998· Mullen et al., 2000) προκύπτουν τρία βασικά μοτίβα:

1.     Εμμονή → Παρενόχληση: Ξεκινά με «ανώδυνη» ή φαινομενικά ρομαντική εμμονή.

2.     Απόρριψη → Εχθρότητα: Η απουσία ανταπόκρισης ανατροφοδοτεί το παραλήρημα, οδηγώντας σε κλιμάκωση.

3.     Τριγωνοποίηση → Επιθετικότητα: Η παρουσία «αντιζήλου» συχνά ενεργοποιεί βίαιες τάσεις.

Συμπερασματικά καταλήγουμε πως η  ερωτομαvία είναι σπάνια αλλά με σημαντικές συνέπειες για το θύμα και την κοινωνία, ειδικά όταν συνοδεύεται από stalking ή κίνδυνο βίας. Η διάγνωση βασίζεται σε κλινική αξιολόγηση και αποκλεισμό δευτεροπαθών αιτιών· η κατάλληλη θεραπεία συνδυάζει φαρμακευτική και ψυχοκοινωνική παρέμβαση. Και τέλος εγκληματολογικά  δεν είναι απλώς μια σπάνια ψυχιατρική διαταραχή, αλλά μια εν δυνάμει επικίνδυνη μορφή παραληρητικής διαστρέβλωσης του έρωτα, που μπορεί να εξελιχθεί σε συστηματική παρενόχληση και βίαιη δράση. Η κατανόηση των μοτίβων συμπεριφοράς και η έγκαιρη αναγνώριση των προειδοποιητικών σημάτων είναι καθοριστικής σημασίας τόσο για την πρόληψη εγκλημάτων όσο και για την προστασία των θυμάτων.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

·      Alotti, N., Samy, M., Usama, M., Khalil, A., & Magdy, R. (2024). Induced erotomania by online romance fraud: A novel form of erotomaniaBMC Psychiatry, 24, 55.

·      Carabellese, F., Felthous, A. R., Rossetto, I., La Tegola, D., & Catanesi, R. (2013). Female stalking: Recognition and management. CNS Spectrums, 18(3), 144–152.

·      Faden, J., Citrome, L., & Galynker, I. (2017). Erotomania revisited: Clinical course, treatment, and prognosis of 10 patients with de Clérambault’s syndrome. Journal of Psychiatric Practice, 23(2), 95–102.

·      Meloy, J. R. (1999). Erotomania, triangulation, and homicide. Journal of Forensic Sciences, 44(1), 125–128.

·      Sampogna, G., Fiorillo, A., & Luciano, M. (2020). The de Clérambault syndrome: More than just a delusional disorder? International Journal of Social Psychiatry, 66(7), 693–701.

·      Valadas, M. T. T., Bravo, L. E. A., Carvalho, L. F., & Oliveira, R. A. (2020). De Clérambault’s syndrome revisited: A case report of erotomania in a male. BMC Psychiatry, 20, 514. 

·      Weller, M. P. I., & Worboys, S. (2017). Erotomania (De Clérambault’s syndrome). In Oxford Textbook of Psychopathology (pp. 245–260). Oxford University Press.

·      Zona, M. A., Sharma, K. K., & Lane, J. (1993). A comparative study of erotomanic and obsessional subjects in a forensic sample. Journal of Forensic Sciences, 38(4), 894–903.

 

Add comment

Comments

There are no comments yet.
Rating: 5 stars
1 vote

Οι Ερωτικές Σχέσεις στις Φυλακές: Δυναμικές Εξουσίας και Επιβίωσης

 

Οι ερωτικές σχέσεις που αναπτύσσονται εντός του σωφρονιστικού συστήματος συνιστούν ένα πολυσύνθετο φαινόμενο. Δεν αποτελούν απλώς μία εκδήλωση της ανθρώπινης ανάγκης για σύνδεση, αλλά και ένα πλέγμα σχέσεων εξουσίας, επιβίωσης και συμβολικής κυριαρχίας. Η διερεύνηση των ερωτικών σχέσεων στις φυλακές απαιτεί συνδυαστική προσέγγιση από τα πεδία της ψυχολογίας και της εγκληματολογίας, καθώς εμπλέκονται τόσο οι προσωπικές ανάγκες των κρατουμένων όσο και οι κοινωνικές δομές της φυλακής.

Η φυλακή λειτουργεί ως μια παραμορφωμένη μικρογραφία της κοινωνίας (Foucault, 1975), με δικούς της άγραφους κανόνες, ιεραρχίες και ρόλους. Σε αυτό το περιβάλλον, οι ερωτικές και σεξουαλικές σχέσεις αποκτούν διαφορετική σημασία. Δεν είναι μόνο πηγή συναισθηματικής ανακούφισης αλλά και στρατηγική επιβίωσης.

Οι σχέσεις εντός των φυλακών μπορούν να είναι:

·       Συναινετικές: Ανάπτυξη πραγματικού συναισθηματικού δεσμού.

·       Αναγκαστικές/στρατηγικές: Όταν το ένα άτομο εξαρτάται από το άλλο για προστασία ή υλικά αγαθά.

·       Σχέσεις κυριαρχίας: Όπου ένας κρατούμενος ασκεί εξουσία ή εκφοβισμό σε άλλον, με ερωτική ή σεξουαλική πρόφαση

 Ανάγκη για σύνδεση & ψυχολογική επιβίωση

Η μακροχρόνια απομόνωση, η έλλειψη σωματικής και συναισθηματικής εγγύτητας, η ανάγκη για αγάπη και αποδοχή, εντείνουν την επιθυμία για συντροφικότητα. Σύμφωνα με τον Baumeister & Leary (1995), η ανάγκη για κοινωνική σύνδεση είναι βασική ανθρώπινη ανάγκη – η απουσία της προκαλεί έντονο ψυχολογικό πόνο. Οι σχέσεις λοιπόν λειτουργούν ως ψυχολογικός μηχανισμός αντιμετώπισης (coping mechanism) σε ένα περιβάλλον έντονου στρες (Haney, 2001).

 Εξαρτητικές σχέσεις και τραυματικοί δεσμοί

Ο όρος "trauma bonding" (Dutton & Painter, 1993) μπορεί να περιγράψει σχέσεις όπου το θύμα συνδέεται συναισθηματικά με τον θύτη ή έναν ισχυρότερο κρατούμενο, μέσα από εναλλαγές κακοποίησης και "προστασίας". Αυτές οι σχέσεις χαρακτηρίζονται από φόβο, εξάρτηση και ανοχή στη βία.

Οι ερωτικές σχέσεις στη φυλακή δεν είναι αποπολιτικοποιημένες. Αντιθέτως, συχνά εντάσσονται στο πλέγμα εξουσίας, ελέγχου και κοινωνικής ιεραρχίας.

 Η σεξουαλικότητα ως μορφή κυριαρχίας

Η σεξουαλική πράξη μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο υποταγής, ιδιαίτερα σε ανδρικές φυλακές. Δεν σχετίζεται απαραίτητα με σεξουαλικό προσανατολισμό, αλλά με επιδείξεις ισχύος, όπου ο "θηλυκοποιημένος" ρόλος φέρει στιγματισμό και υποβιβασμό (Kupers, 2001).

Συναλλακτικές σχέσεις

Πολλές φορές οι ερωτικές σχέσεις είναι ανταλλακτικού τύπου – π.χ. σε αντάλλαγμα για προστασία, φαγητό ή άλλα προνόμια. Αυτή η "αγοραία" προσέγγιση ενισχύει τις ταξικές και φυσικές ανισότητες εντός της φυλακής.

Καταχρήσεις εξουσίας & προσωπικό προσωπικό

Σχέσεις μεταξύ δεσμοφυλάκων και κρατουμένων, που συχνά περιλαμβάνουν κατάχρηση εξουσίας ή ψυχολογική εκμετάλλευση, συνιστούν ποινικά κολάσιμες πράξεις και παραβιάζουν κάθε δεοντολογικό και νομικό πλαίσιο (Smith, 2006).

 Σεξουαλική Ταυτότητα & Φυλακή

Για άτομα LGBTQ+, οι ερωτικές σχέσεις εντός των φυλακών είναι ακόμα πιο σύνθετες. Αντιμετωπίζουν στιγματισμόσυσσωρευμένη βία, και συχνά στοχοποίηση από συγκρατούμενους και προσωπικό (Jennings et al., 2009). Η ανάγκη για συναισθηματική στήριξη συγκρούεται με τον κίνδυνο σεξουαλικής εκμετάλλευσης.

Οι ερωτικές σχέσεις στη φυλακή δεν μπορούν να ερμηνευτούν μονοδιάστατα. Είναι το αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης μεταξύ:

·       Ανθρώπινης ανάγκης για αγάπη και σύνδεση,

·       Κοινωνικής καταπίεσης,

·       Σχέσεων εξουσίας και επιβίωσης.

Η ψυχολογία φωτίζει το τραύμα, την ανάγκη για οικειότητα και τις εσωτερικές συγκρούσεις. Η εγκληματολογία αποκαλύπτει τη διαστροφή της σεξουαλικότητας μέσα στο πλαίσιο εξουσίας και ανισότητας.

Βιβλιογραφία 

  •   Baumeister, R. F., & Leary, M. R. (1995). The need to belong: Desire for interpersonal attachments as a fundamental human motivation. Psychological Bulletin, 117(3), 497–529.
  • Foucault, M. (1975). Discipline and Punish: The Birth of the Prison.
  • Haney, C. (2001). The Psychological Impact of Incarceration: Implications for Post-Prison Adjustment.
  • Kupers, T. A. (2001). Rape and the Prison Code. In Prison Masculinities.
  • Dutton, D. G., & Painter, S. (1993). The Battered Woman Syndrome: Effects on battered women's experiences of the criminal justice system.
  • Smith, B. V. (2006). Sexual Abuse in Custody: The Need for Policy and Prevention.
  • ·Jennings, J. L., Gregory, C., & Leschied, A. (2009). Sexual minorities in the correctional system: Policy implications and recommendations.

Add comment

Comments

There are no comments yet.
Rating: 5 stars
1 vote