Διαγενεακή μετάδοση της βίας Πώς τα παιδιά που βιώνουν κακοποίηση αναπαράγουν ή φοβούνται τη βία

Published on 14 October 2025 at 11:37

Η «διαγενεακή μετάδοση της βίας» (intergenerational transmission of violence) αναφέρεται στην αύξηση του κινδύνου άνδρων ή γυναικών που έζησαν κακοποίηση στην παιδική ηλικία να γίνουν μετέπειτα θύτες ή/και θύματα βίας στις ενήλικες σχέσεις ή στην ανατροφής των δικών τους παιδιών. Υπάρχει ισχυρή, αλλά πολύπλευρη βιβλιογραφία που δείχνει ότι το ιστορικό παιδικής κακοποίησης αυξάνει την πιθανότητα κακοποιητικής συμπεριφοράς και άλλων άσχημων αποτελεσμάτων, αλλά η μετάδοση δεν είναι αναπόφευκτη: πολλοί επιζώντες δεν αναπαράγουν τη βία χάρη σε προστατευτικούς παράγοντες και παρεμβάσεις.

Η έννοια της διαγενεακής μετάδοσης της βίας αναφέρεται στο φαινόμενο κατά το οποίο οι εμπειρίες βίας στην παιδική ηλικία  , είτε πρόκειται για άμεση κακοποίηση , είτε για έκθεση σε βίαιες οικογενειακές καταστάσεις  αυξάνουν σημαντικά την πιθανότητα ένα άτομο, ως ενήλικας, να εμπλακεί εκ νέου σε βία, είτε ως θύτης είτε ως θύμα.

Η κακοποίηση ή παραμέληση παιδιού (child maltreatment) περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα βλαβερών εμπειριών, όπως η φυσική βία, η σεξουαλική κακοποίηση, η συναισθηματική κακοποίηση (υποτίμηση, ταπείνωση, εκφοβισμός, απειλές), καθώς και η παραμέληση, δηλαδή η αδυναμία του γονέα ή του  φροντιστή να ικανοποιήσει βασικές ανάγκες του παιδιού (τροφής, ασφάλειας, φροντίδας, συναισθηματικής σταθερότητας). 

Παράλληλα, η έκθεση σε οικογενειακή ή συντροφική βία (domestic/intimate partner violence, IPV) αναφέρεται είτε στην άμεση βία που υφίσταται ένα παιδί από τους γονείς ή τους φροντιστές του, είτε στη μαρτυρία βίας μεταξύ των ενηλίκων του οικογενειακού περιβάλλοντος, όπως σωματικές συγκρούσεις ή λεκτική κακοποίηση. Και στις δύο περιπτώσεις, το παιδί βιώνει έντονο ψυχολογικό τραύμα, το οποίο μπορεί να επηρεάσει τη συναισθηματική του ανάπτυξη και την ικανότητά του να αντιλαμβάνεται υγιείς τρόπους διαχείρισης συγκρούσεων.

Έτσι, το φαινόμενο της διαγενεακής μετάδοσης περιγράφει τον κύκλο της βίας που μπορεί να αναπαράγεται από γενιά σε γενιά, όπου τα παιδιά που έχουν βιώσει ή παρακολουθήσει βία διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο, ως ενήλικες, είτε να γίνουν θύτες, επαναλαμβάνοντας τα πρότυπα συμπεριφοράς που έμαθαν, είτε να γίνουν θύματα, αναπαράγοντας υποσυνείδητα δυναμικές εξουσίας και υποταγής στις σχέσεις τους, είτε τέλος να υιοθετήσουν δυσλειτουργικές γονεϊκές πρακτικές, αναπαράγοντας τις ίδιες μορφές βίας στα δικά τους παιδιά.

Η σύγχρονη επιστημονική έρευνα έχει αναδείξει με σαφήνεια ότι υπάρχει ισχυρή σύνδεση ανάμεσα στην παιδική κακοποίηση και στη μετέπειτα εκδήλωση επιθετικής ή βίαιης συμπεριφοράς, καθώς και σε δυσλειτουργικά πρότυπα γονεϊκότητας. Πλήθος μελετών μεγάλου δείγματος, όπως και μετα-αναλύσεων, καταδεικνύουν ότι τα άτομα που έχουν υποστεί ή παρακολουθήσει βία στην παιδική τους ηλικία εμφανίζουν αυξημένο κίνδυνο να εμπλακούν αργότερα σε σχέσεις όπου ασκούν ή υφίστανται βία, είτε σε συντροφικό είτε σε οικογενειακό πλαίσιο. Ωστόσο, το μέγεθος του κινδύνου διαφοροποιείται ανάλογα με τον τύπο της κακοποίησης (φυσική, σεξουαλική, συναισθηματική, παραμέληση), τη μεθοδολογία μέτρησης και το κοινωνικοπολιτισμικό πλαίσιο.

Κλασικές έρευνες, όπως αυτές της Cathy Widom (1989–2015) που βασίστηκαν σε αρχεία καταγραφών παιδικής κακοποίησης και σε μακροχρόνια παρακολούθηση των θυμάτων, έδειξαν ότι τα άτομα αυτά έχουν αυξημένη πιθανότητα να εμπλακούν σε εγκληματικές ή βίαιες συμπεριφορές στην ενήλικη ζωή τους, συγκριτικά με τον γενικό πληθυσμό. Νεότερες συστηματικές ανασκοπήσεις (Greene et al., 2020· Austin et al., 2020) επιβεβαιώνουν τη στατιστικά σημαντική αυτή συσχέτιση, αναδεικνύοντας ότι η διαγενεακή μετάδοση της βίας δεν αφορά μόνο τη συμπεριφορά, αλλά και ψυχολογικούς μηχανισμούς που διαμορφώνονται από τα πρώτα στάδια της ανάπτυξης.

Επιπλέον, οι ερευνητές εντοπίζουν μια σχέση δόσης–απόκρισης (dose–response relationship), σύμφωνα με την οποία όσο περισσότερες ή πιο σοβαρές είναι οι δυσμενείς παιδικές εμπειρίες (Adverse Childhood Experiences – ACEs), τόσο αυξάνεται η πιθανότητα εμφάνισης ψυχικών διαταραχών, επιθετικότητας, παραβατικότητας και δυσλειτουργικών διαπροσωπικών σχέσεων στην ενήλικη ζωή. Η σωρευτική έκθεση στη βία . Για παράδειγμα, όταν ένα παιδί βιώνει ταυτόχρονα κακοποίηση και μαρτυρά ενδοοικογενειακές συγκρούσεις ,  επιδεινώνει περαιτέρω τις πιθανότητες μελλοντικής αναπαραγωγής του κύκλου της βίας.

Ωστόσο, οι ειδικοί επισημαίνουν ότι η μετάδοση δεν είναι αναπόφευκτη: ένα σημαντικό ποσοστό ατόμων που έχουν υποστεί κακοποίηση δεν αναπαράγουν τη βία. Η ανθεκτικότητα, η πρόσβαση σε υποστηρικτικά δίκτυα, η θεραπευτική παρέμβαση και η ύπαρξη θετικών προτύπων λειτουργούν προστατευτικά, αποδεικνύοντας ότι το παρελθόν δεν καθορίζει απαραίτητα το μέλλον, αλλά αποτελεί έναν κρίσιμο παράγοντα κατανόησης και πρόληψης.

Η διαγενεακή μετάδοση της βίας δεν αποτελεί ένα απλό ή γραμμικό φαινόμενο, αλλά το αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης βιολογικών, ψυχολογικών και κοινωνικών μηχανισμών, που διαμορφώνουν τόσο τη συναισθηματική όσο και τη συμπεριφορική ανάπτυξη του ατόμου. Η βιβλιογραφία έχει εντοπίσει ποικίλους παράγοντες που συμβάλλουν στην αναπαραγωγή του κύκλου της βίας, προσφέροντας πολύτιμες ενδείξεις για την κατανόηση και πρόληψη του φαινομένου.

Ένας από τους βασικότερους μηχανισμούς είναι οι μαθησιακοί μηχανισμοί, όπως περιγράφονται από τη θεωρία της κοινωνικής μάθησης του Bandura (1977). Σύμφωνα με αυτήν, τα παιδιά μαθαίνουν μέσω παρατήρησης και μίμησηςτων σημαντικών προσώπων της ζωής τους. Όταν η βία παρουσιάζεται ως «νόμιμος» ή αποδεκτός τρόπος επίλυσης συγκρούσεων, επιβολής εξουσίας ή ελέγχου, το παιδί τείνει να εσωτερικεύει αυτές τις στρατηγικές ως φυσιολογικές μορφές συμπεριφοράς. Έτσι, η βία μετατρέπεται σε πρότυπο κοινωνικής μάθησης, το οποίο μπορεί να αναπαραχθεί ασυνείδητα αργότερα στις συντροφικές ή γονεϊκές σχέσεις (Margolin & Gordis, 2000· Bandura, 1977).

Ένας δεύτερος σημαντικός παράγοντας είναι η διαταραχή της συναισθηματικής πρόσδεσης (attachment). Η θεωρία προσκόλλησης του Bowlby (1969) εξηγεί ότι τα παιδιά χρειάζονται σταθερούς, ασφαλείς δεσμούς για να αναπτύξουν εμπιστοσύνη και ικανότητα συναισθηματικής ρύθμισης. 

Η κακοποίηση, η παραμέληση ή η αστάθεια των φροντιστών οδηγούν συχνά στη δημιουργία ανασφαλών ή αποδιοργανωμένων τύπων προσκόλλησης, οι οποίοι σχετίζονται με έντονο άγχος εγκατάλειψης, δυσκολία στη διαχείριση θυμού και επιθετικότητα (Lyons-Ruth & Jacobvitz, 2016). Ενήλικες με τέτοιο ιστορικό τείνουν να αναπαράγουν δυσλειτουργικές σχέσεις, είτε μέσα από εξαρτητικά μοτίβα, είτε μέσα από ελέγχουσες ή βίαιες συμπεριφορές, ενώ συχνά δυσκολεύονται να ανταποκριθούν με συνέπεια στις ανάγκες των δικών τους παιδιών.

Σε βιολογικό επίπεδο, η έρευνα έχει δείξει ότι η χρόνια έκθεση σε τοξικό στρες — χαρακτηριστική των βίαιων οικογενειακών περιβαλλόντων — επηρεάζει τη λειτουργία του νευροενδοκρινικού συστήματος, ειδικά του άξονα υποθαλάμου–υπόφυσης–επινεφριδίων (HPA), και οδηγεί σε δυσλειτουργική ρύθμιση του στρες (Teicher & Samson, 2016). 

Παράλληλα, οι αλλαγές στη νευροβιολογία του εγκεφάλου, όπως η υπερδραστηριότητα της αμυγδαλής και η μειωμένη λειτουργία του προμετωπιαίου φλοιού, επηρεάζουν την ικανότητα ελέγχου παρορμήσεων και τη ρύθμιση του θυμού, αυξάνοντας έτσι την πιθανότητα επιθετικών αντιδράσεων και δυσκολιών στη γονεϊκότητα (McCrory et al., 2017).

Πρόσφατες μελέτες διερευνούν επίσης τους επιγενετικούς μηχανισμούς, δηλαδή τις βιολογικές μεταβολές που δεν αλλάζουν το DNA, αλλά επηρεάζουν την έκφραση των γονιδίων. 

Υπάρχουν ενδείξεις ότι σοβαρό τραύμα ή στρες της μητέρας, ακόμη και κατά τη διάρκεια της κύησης, μπορεί να επηρεάσει επιγενετικά το παιδί, οδηγώντας σε αλλαγές στη μεθυλίωση του DNA (DNA methylation) σε περιοχές που σχετίζονται με την ευαισθησία στο στρες και τη συναισθηματική ρύθμιση (Yehuda et al., 2016). 

Παρότι η έρευνα στον τομέα αυτό παραμένει αναπτυσσόμενη, τα στοιχεία  υποδεικνύουν ότι η μετάδοση της βίας μπορεί να έχει βιολογικές ρίζες, οι οποίες όμως συνυπάρχουν με κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες.

Τέλος, καθοριστικό ρόλο διαδραματίζουν οι κοινωνικο-οικονομικοί παράγοντες. Η φτώχεια, η ανεργία, η κοινωνική απομόνωση, οι ψυχικές διαταραχές ή η χρήση ουσιών από τους γονείς λειτουργούν ως επιβαρυντικοί παράγοντες, αυξάνοντας την πιθανότητα η βία να αναπαραχθεί μέσα στην οικογένεια (Cicchetti & Toth, 2016).

Αντίθετα, η ύπαρξη κοινωνικών δικτύων στήριξης, η εκπαίδευση, η πρόσβαση σε ψυχολογική φροντίδα και οι κοινοτικές δομές προστασίας παιδιών μπορούν να μειώσουν δραστικά τον κίνδυνο και να λειτουργήσουν ως ασπίδα πρόληψης στη μετάδοση του τραύματος από γενιά σε γενιά.

Η επίδραση της διαγενεακής μετάδοσης της βίας δεν είναι ομοιόμορφη για όλους — εξαρτάται από ένα σύνολο μεσολαβητικών και τροποποιητικών παραγόντων που διαμορφώνουν την ένταση και την έκφραση του φαινομένου. Ένας σημαντικός παράγοντας είναι το φύλο: έρευνες έχουν δείξει ότι οι άνδρες και οι γυναίκες μπορεί να επηρεάζονται με διαφορετικούς τρόπους από τις εμπειρίες κακοποίησης στην παιδική ηλικία. Για παράδειγμα, σε ορισμένες μελέτες (Jaffe et al., 2019· Godbout et al., 2020, ScienceDirect), οι άνδρες που βίωσαν ή παρακολούθησαν βία είναι πιο πιθανό να εκδηλώσουν εξωτερικευμένες μορφές επιθετικότητας (π.χ. σωματική βία, παραβατικότητα), ενώ οι γυναίκες τείνουν να εκφράζουν εσωτερικευμένες αντιδράσεις, όπως άγχος, κατάθλιψη ή ενοχοποίηση, και συχνά εγκλωβίζονται σε σχέσεις όπου αναπαράγουν τη δυναμική του θύματος. Ωστόσο, τα ευρήματα δεν είναι καθολικά. Η ένταση της επίδρασης διαφέρει ανάλογα με το είδος της κακοποίησης, το πολιτισμικό πλαίσιο, καθώς και τις μεθόδους μέτρησης που χρησιμοποιούν οι ερευνητές.

Ένας άλλος κρίσιμος παράγοντας είναι η διπλή έκθεση — όταν το παιδί όχι μόνο υφίσταται κακοποίηση, αλλά ταυτόχρονα μαρτυρεί βία μεταξύ των γονέων ή άλλων μελών της οικογένειας. Μελέτες (π.χ. The Dibble Institute, 2021· Evans et al., 2008) έχουν δείξει ότι αυτά τα παιδιά εμφανίζουν αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης συναισθηματικών διαταραχώνδυσκολιών ρύθμισης θυμού και επανάληψης της βίας στις δικές τους σχέσεις. Η συνύπαρξη άμεσης και έμμεσης έκθεσης στη βία δημιουργεί ένα περιβάλλον χρόνιας ανασφάλειας και φόβου, το οποίο διαμορφώνει τη γνωστική και συναισθηματική επεξεργασία της σύγκρουσης, ενισχύοντας τον φαύλο κύκλο του τραύματος.

Τέλος, καθοριστικό ρόλο παίζει η ποιότητα των διαπροσωπικών σχέσεων στην ενήλικη ζωή. Η ύπαρξη ενός ασφαλούς συντρόφουυποστηρικτικής οικογένειας ή θεραπευτικής σχέσης μπορεί να λειτουργήσει ως προστατευτικός παράγοντας που ανακόπτει τη διαγενεακή αναπαραγωγή της βίας (Mikulincer & Shaver, 2016· McLeod et al., 2018). Οι ενήλικες που καταφέρνουν να αναπτύξουν σχέσεις εμπιστοσύνης και σταθερότητας έχουν περισσότερες πιθανότητες να επεξεργαστούν το τραύμα τους και να μη μεταφέρουν στα παιδιά τους τις ίδιες δυσλειτουργικές συμπεριφορές. Έτσι, αν και οι πρώιμες εμπειρίες βίας αποτελούν ισχυρό παράγοντα κινδύνου, η διαγενεακή μετάδοση δεν είναι αναπόφευκτη όπου εξαρτάται από το δίκτυο υποστήριξης, τη θεραπευτική παρέμβαση και τη δυνατότητα ανάπτυξης ασφαλών δεσμών στην ενήλικη ζωή.

Τα παιδιά που βιώνουν κακοποίηση ή έκθεση σε βία κατά την παιδική τους ηλικία αντιμετωπίζουν σημαντικά αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης πολυεπίπεδων ψυχικών, συμπεριφορικών και σωματικών συνεπειών, οι οποίες συχνά παρατείνονται μέχρι και την ενήλικη ζωή.

πολλές έρευνες (Felitti et al., 1998· Gilbert et al., 2009· Hughes et al., 2017, PMC) έχουν δείξει ότι τα παιδιά που έχουν υποστεί σωματική, σεξουαλική ή συναισθηματική κακοποίηση, ή που έχουν εκτεθεί σε ενδοοικογενειακή βία, παρουσιάζουν υψηλότερα ποσοστά ψυχικών διαταραχών, όπως κατάθλιψημετατραυματική διαταραχή στρες (PTSD)αγχώδεις διαταραχές και διαταραχές προσωπικότητας. Αυτά τα παιδιά συχνά βιώνουν υπερδιέγερση του συστήματος στρες και δυσκολία ρύθμισης συναισθημάτων, οδηγούμενα σε έντονο φόβο, θυμό ή αποστασιοποίηση.

Παράλληλα, οι συμπεριφορικές επιπτώσεις είναι εξίσου έντονες. Μελέτες δείχνουν ότι τα παιδιά που εκτίθενται στη βία εμφανίζουν αυξημένη επιθετικότητααντικοινωνική συμπεριφοράπαραβατικότητα και δυσκολία συμμόρφωσης με κοινωνικούς κανόνες (Widom, 1989· Lansford et al., 2012). Η εμπειρία βίας συχνά αντικατοπτρίζει ένα μοτίβο απορρύθμισης θυμού και παρορμητικότητας, το οποίο μπορεί να μεταφερθεί στις σχέσεις ενηλίκων, οδηγώντας σε δυσλειτουργικές ερωτικές ή οικογενειακές σχέσεις, όπου επαναλαμβάνεται η δυναμική του θύτη ή του θύματος.

Οι επιπτώσεις αυτές δεν είναι μόνο ψυχολογικές αλλά και βιολογικές: η χρόνια ενεργοποίηση του συστήματος στρες (HPA axis) έχει συνδεθεί με αλλαγές στη λειτουργία του ανοσοποιητικού και του ενδοκρινικού συστήματος, αυξάνοντας τον κίνδυνο για καρδιαγγειακά νοσήματα, μεταβολικές διαταραχές, χρόνιο πόνο και τοξικές συμπεριφορές (όπως χρήση ουσιών, κάπνισμα ή αλκοόλ).

Ωστόσο, είναι κρίσιμο να σημειωθεί ότι τα παραπάνω ευρήματα αποτυπώνουν τάσεις σε πληθυσμιακό επίπεδο και δεν συνιστούν αναπόφευκτη πορεία για κάθε άτομο που έχει βιώσει κακοποίηση.

Πολλοί άνθρωποι κατορθώνουν να αναπτύξουν ανθεκτικότητα, να επεξεργαστούν το τραύμα τους μέσω θεραπευτικών παρεμβάσεωνυποστηρικτικών δικτύων ή θετικών εμπειριών σχέσεων, και να ανατρέψουν τη διαγενεακή αλυσίδα της βίας. Η κατανόηση των συνεπειών δεν στοχεύει στην παθολογικοποίηση των επιζώντων, αλλά στην αναγνώριση των πολυδιάστατων επιδράσεων που απαιτούν ολιστική πρόληψη, θεραπεία και κοινωνική παρέμβαση.

Η πρόληψη της διαγενεακής μετάδοσης της βίας απαιτεί πολυεπίπεδες παρεμβάσεις που στοχεύουν τόσο στο άτομο όσο και στο οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον. Η σύγχρονη βιβλιογραφία δείχνει ότι οι πιο αποτελεσματικές στρατηγικές περιλαμβάνουν πρώιμη παρέμβασηενδυνάμωση των γονέων και συστημική υποστήριξη σε επίπεδο κοινότητας και πολιτείας (The Lancet, 2022· WHO, 2020).

Ένα από τα πιο τεκμηριωμένα μέσα πρόληψης είναι τα προγράμματα γονεϊκότητας και “home visiting”, δηλαδή οργανωμένες παρεμβάσεις όπου επαγγελματίες υγείας ή κοινωνικοί λειτουργοί επισκέπτονται τακτικά νέους γονείς, παρέχοντας εκπαίδευση, ψυχολογική στήριξη και καθοδήγηση. Προγράμματα όπως το Nurse-Family Partnershipκαι το Early Head Start έχουν αποδειχθεί ιδιαίτερα αποτελεσματικά στη μείωση των επιθετικών γονεϊκών πρακτικών, στην ενίσχυση της συναισθηματικής προσκόλλησης γονέα-παιδιού και στην πρόληψη της παιδικής παραμέλησης (Olds et al., 2019· PubMed). Η επιτυχία τους είναι εντονότερη όταν εφαρμόζονται νωρίς, δηλαδή κατά την εγκυμοσύνη ή στους πρώτους μήνες ζωής του παιδιού, καθώς συμβάλλουν στην ανάπτυξη ασφαλούς δεσμού και θετικών μοντέλων ανατροφής.

Σημαντικό ρόλο παίζουν και οι ψυχοθεραπευτικές παρεμβάσεις για τους επιζώντες κακοποίησης. Μεθόδοι όπως οι γνωσιακές-συμπεριφορικές θεραπείες (CBT), οι τραυματοκεντρικές θεραπείες για παιδιά (TF-CBT) και το EMDR (Eye Movement Desensitization and Reprocessing) έχουν αποδειχθεί ιδιαίτερα αποτελεσματικές στη μείωση συμπτωμάτων PTSD, στην επεξεργασία τραυματικών αναμνήσεων, στην ενίσχυση της συναισθηματικής ρύθμισηςκαι στην ανάπτυξη υγιών γονεϊκών δεξιοτήτων (Shapiro, 2017· Cohen et al., 2017· SAGE Journals).

Παράλληλα, προγράμματα όπως το Parent-Child Interaction Therapy (PCIT) και το Circle of Security στοχεύουν στην αποκατάσταση της ασφαλούς προσκόλλησης και στην πρόληψη της αναπαραγωγής δυσλειτουργικών ή βίαιων γονεϊκών προτύπων.

Σε ευρύτερο επίπεδο, η έρευνα δείχνει ότι οι κοινωνικές και πολιτικές παρεμβάσεις είναι εξίσου καθοριστικές. Η μείωση της φτώχειας, η πρόσβαση σε υπηρεσίες ψυχικής υγείας, οι πολιτικές οικογενειακής στήριξης (όπως επαρκής γονεϊκή άδειαοικονομικά επιδόματα και δωρεάν παιδική φροντίδα) λειτουργούν ως προστατευτικοί παράγοντες που μειώνουν τον κίνδυνο αναπαραγωγής της βίας (The Lancet Public Health, 2021· WHO, 2020). Επιπλέον, η ενίσχυση της κοινότητας μέσω εκπαίδευσης, κοινωνικών δικτύων και προγραμμάτων πρόληψης σε σχολεία μπορεί να συμβάλει καθοριστικά στη διακοπή του κύκλου της βίας και στη δημιουργία ανθεκτικών, υγιών οικογενειών.

Συνολικά, τα δεδομένα δείχνουν ότι η πρόληψη της διαγενεακής βίας δεν επιτυγχάνεται μεμονωμένα, αλλά μέσω συντονισμένης δράσης σε ατομικό, οικογενειακό και κοινωνικό επίπεδο. Η επένδυση στην πρώιμη παρέμβαση και στη συνεχή υποστήριξη των γονέων και των παιδιών αποτελεί την πιο αποτελεσματική στρατηγική για να σπάσει ο φαύλος κύκλος του τραύματος και της κακοποίησης.

Οι κλινικές και κοινωνικές επιπτώσεις της διαγενεακής μετάδοσης της βίας καθιστούν αναγκαία την ανάπτυξη στρατηγικών παρέμβασης και υποστήριξης που λειτουργούν προληπτικά και θεραπευτικά. Ένα από τα πρώτα και πιο κρίσιμα βήματα είναι η πρώιμη ανίχνευση και παρέμβαση: η έγκαιρη αναγνώριση οικογενειών με ιστορικό Adverse Childhood Experiences (ACEs) επιτρέπει την παροχή στοχευμένης στήριξης και πρόληψης πιθανών αρνητικών εκβάσεων τόσο για τα παιδιά όσο και για τους γονείς (Gilbert et al., 2009· PMC).

Η αντιμετώπιση πρέπει να είναι ολιστική, συνδυάζοντας ψυχική υγεία, κοινωνική υποστήριξη, στέγαση και οικονομική ενίσχυση. Έρευνες σε πληθυσμιακό επίπεδο υποδεικνύουν ότι οι παρεμβάσεις που εντάσσουν τις οικογένειες σε ένα δίκτυο υπηρεσιών μειώνουν τη συχνότητα επανάληψης της βίας και βελτιώνουν τη συνολική λειτουργικότητα της οικογένειας (The Lancet, 2022).

Η εκπαίδευση των γονέων αποτελεί επιπλέον κρίσιμο εργαλείο πρόληψης και παρέμβασης. Προγράμματα που διδάσκουν δεξιότητες διαχείρισης θυμού, επίλυσης συγκρούσεων και τεχνικές θετικής ανατροφής βοηθούν τους γονείς να αντικαταστήσουν παλιές, δυσλειτουργικές στρατηγικές με υγιή και ασφαλή πρότυπα για τα παιδιά τους (Brotman et al., 2011· PubMed).

Τέλος, είναι σημαντικό να προωθείται η διατήρηση της ελπίδας και η ενίσχυση της ανθεκτικότητας. Η έρευνα δείχνει ότι πολλοί επιζώντες παιδικής κακοποίησης δεν αναπαράγουν τη βία, ιδιαίτερα όταν έχουν πρόσβαση σε προστατευτικές σχέσεις, θετικά πρότυπα και κοινωνική υποστήριξη (Masten, 2014). Η αναγνώριση αυτής της δυναμικής ενδυνάμωσης και η ενεργητική προώθηση προστατευτικών παραγόντων αποτελούν βασικά στοιχεία για την πρόληψη της διαγενεακής αναπαραγωγής βίας και την προαγωγή της ψυχικής υγείας των οικογενειών.

Συμπερασματικα η διαγενεακή μετάδοση της βίας είναι ένα πολύπλοκο φαινόμενο με πολλαπλούς μηχανισμούς — μαθησιακούς, προσκόλλησης, ψυχοβιολογικούς και κοινωνικο-οικονομικούς. Η ύπαρξη συνδέσεων ανάμεσα στην παιδική κακοποίηση και σε μετέπειτα βίαιες ή δυσλειτουργικές συμπεριφορές υποστηρίζεται από ισχυρές μελέτες, αλλά η μετάδοση δεν είναι εγγυημένη. Στοχευμένες παρεμβάσεις μπορούν να μειώσουν τον κίνδυνο και να ενισχύσουν την ανθεκτικότητα

 

Βιβλιογραφία :

 

  • Widom, C.S., et al. Intergenerational transmission of child abuse and neglect. Child Abuse & Neglect (2015).

  • Greene, C.A., et al. (2020). Intergenerational effects of childhood maltreatment: a systematic review. (PMC).

  • Copp, J.E., et al. (2016). A social learning theory model of marital violence. (Review of mechanisms).

  • Yehuda, R., et al. (2018). Intergenerational transmission of trauma effects; epigenetic studies. (PMC).

  • Austin, A.E., et al. (2020). Risk and protective factors for child maltreatment: A review. Curr Epidemiol Rep.

  • Bacchus, L.J., et al. (2024). Interventions that prevent or respond to intimate partner and family violence. The Lancet Public Health.

  • Backhaus, S., et al. (2025). Effectiveness of parenting interventions in reducing violence against children. Systematic review / meta-analysis.

  • Bandura, A. (1977). Social Learning Theory. Prentice-Hall.

  • Bowlby, J. (1969). Attachment and Loss: Vol. 1. Attachment. Basic Books.

  • Lyons-Ruth, K., & Jacobvitz, D. (2016). Attachment disorganization. In J. Cassidy & P.R. Shaver (Eds.), Handbook of Attachment (3rd ed.). Guilford Press.

  • McCrory, E., De Brito, S., & Viding, E. (2017). The link between child abuse and psychopathology: A review of neurobiological and genetic research. Development and Psychopathology, 29(5), 1625–1642.

  • Teicher, M. H., & Samson, J. A. (2016). Annual Research Review: Enduring neurobiological effects of childhood abuse and neglect. Journal of Child Psychology and Psychiatry, 57(3), 241–266.

  • Yehuda, R., Daskalakis, N. P., et al. (2016). Holocaust exposure induced intergenerational effects on FKBP5 methylation. Biological Psychiatry, 80(5), 372–380.

  • Cicchetti, D., & Toth, S. L. (2016). Child maltreatment and developmental psychopathology. Development and Psychopathology, 28(4), 1–12.

  • Olds, D., et al. (2019). Nurse-Family Partnership program outcomes. PubMed.

  • Shapiro, F. (2017). Eye Movement Desensitization and Reprocessing (EMDR) Therapy, Third Edition: Basic Principles, Protocols, and Procedures. Guilford Press.

  • Cohen, J. A., Mannarino, A. P., & Deblinger, E. (2017). Treating Trauma and Traumatic Grief in Children and Adolescents. Guilford Press.

  • The Lancet Public Health. (2021). Preventing child maltreatment at the population level.

  • WHO. (2020). INSPIRE: Seven strategies for ending violence against children.

Add comment

Comments

There are no comments yet.